προπέτασμα — το, ατος καθετί που καλύπτει τη θέα: Προπέτασμα καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπετασμάτων — προπέτασμα curtain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετάσμασι — προπέτασμα curtain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… … Dictionary of Greek
προπετάζω — Μ εκτείνω μπροστά μου κάτι ως προπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάζω, μτγν. τ. τού πετάννυμι κατά τα ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
προπετάννυμι — και προπεταννύω Α απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»] … Dictionary of Greek
προσκρουστήρας — ο, Ν 1. κάθε όργανο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για το σταμάτημα τής κίνησης άλλου αντικειμένου που προσκρούει πάνω σε αυτό 2. κομμάτι από σίδερο που υπερέχει λίγο από το έδαφος και στο οποίο προσκρούουν βαριά πορτόφυλλα για να αποφεύγεται έτσι… … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek