προπέτασμα

προπέτασμα
το, ΝΑ [προπετάννυμι]
καθετί που μπορεί να καλύψει τη θέα προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται πίσω από αυτό
νεοελλ.
1. στρ. φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο το οποίο προφυλάσσει τον μαχητή ή τμήμα στρατού από την παρατήρηση και από τα πυρά τού εχθρού
2. φρ. «προπέτασμα καπνού» — νέφος που σχηματίζεται με καπνογόνα μέσα, και κυρίως με οβίδες πυροβολικού, και αποσκοπεί στην απόκρυψη τών κινήσεων και τών ενεργειών ενός στρατιωτικού τμήματος από την παρατήρηση τού εχθρού
αρχ.
μτφ. προκάλυμμα ή υπεκφυγή («ὁ λόγος μεθέμενος τών προπετασμάτων αὐτοπρόσωπος διαλέξεται», Θεμίστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπέτασμα — το, ατος καθετί που καλύπτει τη θέα: Προπέτασμα καπνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπετασμάτων — προπέτασμα curtain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετάσμασι — προπέτασμα curtain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμπούρι — Χαράκωμα, αμυντικό προπέτασμα, οχύρωμα. Ο όρος προέρχεται από τουρκική λέξη. Τα τ. χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες του 1821 για άμυνα. Ήταν βασικά σωροί από πέτρες, βράχοι ή απότομα υψώματα του εδάφους. * * * το, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

  • θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… …   Dictionary of Greek

  • προπετάζω — Μ εκτείνω μπροστά μου κάτι ως προπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάζω, μτγν. τ. τού πετάννυμι κατά τα ρ. σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • προπετάννυμι — και προπεταννύω Α απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκρουστήρας — ο, Ν 1. κάθε όργανο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για το σταμάτημα τής κίνησης άλλου αντικειμένου που προσκρούει πάνω σε αυτό 2. κομμάτι από σίδερο που υπερέχει λίγο από το έδαφος και στο οποίο προσκρούουν βαριά πορτόφυλλα για να αποφεύγεται έτσι… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”